πολύσπλαγχνος

πολύσπλαγχνος
-ον, ΜΑ
πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό-σπλαγχνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολύσπλαγχνος — of great mercy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσπλάγχνῳ — πολύσπλαγχνος of great mercy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυσπλαγχνία — ἡ, ΜΑ [πολύσπλαγχνος] πολλή, μεγάλη ευσπλαγχία …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԳՈՒԹ — ( ) NBH 1 403 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ա. πολύσπλαγχνος valde misericors Որոյ գութն է բազում. բազումողորմ. բարեգութ. ազնուագութ. շատ գթած. *Բազմագութ է տէր, եւ ողորմած: Յկ. ՟Է. 11: *Բազագութ ասէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”